- βουτυρόγαλα
- τοτο υγρό που μένει μετά την αποβουτύρωση του γάλατος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουτυρόγαλα — το το θρεπτικό υγρό που παραμένει μετά τη βουτυροποίηση και απομάκρυνση των λιπαρών στερεών συστατικών της κορυφής της κρέμας ή του γάλακτος … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek